υαλουρονικός

υαλουρονικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υαλουρονικό οξύ»
(βιοχ.) βλεννοπολυσακχαριδικό οξύ το οποίο έχει απομονωθεί από πολλά βιολογικά υγρά και από ιστούς, όπου αποτελεί μια διακυτταρική συγκολλητική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaluronic (acid) < ύαλος + ούρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαλουρονιδάση — η, Ν (βιοχ.) συνοπτική ονομασία ομάδας ενζύμων τα οποία καταλύουν τον αποπολυμερισμό και την υδρόλυση ορισμένων συμπλοκών υδατανθράκων, όπως είναι το υαλουρονικό οξύ και οι θειικές χονδροϊτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaluronidase… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”